Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η καλοσύνη

  • 1 доброта

    доброта ж η καλοσύνη
    * * *
    ж
    η καλοσύνη

    Русско-греческий словарь > доброта

  • 2 добрый

    добрый καλός, αγαθός ◇ в \добрый час! στο καλό!, ώρα καλή! всего \добрыйого! χαίρετε!, γεια χαρά будьте добры... έχετε την καλοσύνη να...
    * * *
    καλός, αγαθός
    ••

    в до́брый час! — στο καλό!, ώρα καλή!

    всего́ до́брого! — χαίρετε!, γεια χαρά

    бу́дьте добры́... — έχετε την καλοσύνη να…

    Русско-греческий словарь > добрый

  • 3 любезный

    любезный: будьте \любезныйы...! έχετε την καλοσύνη...!
    * * *

    бу́дьте любе́зны...! — έχετε την καλοσύνη...!

    Русско-греческий словарь > любезный

  • 4 отказать

    отказать, отказывать αρνιέμαι, αρνούμαι* не откажите в любезности... έχετε την καλοσύνη να... \отказаться αρνούμαι·не откажусь δε λέγω όχι
    * * *
    = отказывать
    αρνιέμαι, αρνούμαι

    не откажи́те в любе́зности... — έχετε την καλοσύνη να...

    Русско-греческий словарь > отказать

  • 5 излучать

    ρ.δ.μ. ακτινοβολώ. || εκπέμπω, αναδίδω διαχέω•

    солнце -ет тепло οίήλιος εκπέμπει θερμότητα.

    || μτφ. έχω περιχαρή όψη

    её глаза -ли тихую радость τα μάτια της έλαμπαν από σιωπηλή χαρά.

    ακτινοβολούμαι. || εκπέμπομαι, αναδίδομαι λάμπω. || μτφ. έχω περιχαρή όψη•

    Большой русско-греческий словарь > излучать

  • 6 быть

    быть 1) (существовать) είμαι, υπάρχω 2) (находиться) είμαι, βρίσκομαι· где вы
    * * *
    1) ( существовать) είμαι, υπάρχω
    2) ( находиться) είμαι, βρίσκομαι

    где вы бы́ли? — πού είσαστε

    3) ( иметься) έχω, υπάρχω

    у меня́ не́ было свобо́дного вре́мени — δεν είχα ελεύθερη ώρα

    в библиоте́ке есть мно́го ре́дких книг — στη βιβλιοθήκη υπάρχουν πολλά σπάνια βιβλία

    4) (в знач. связки)

    он был учи́телем — ήτανε δάσκαλος

    ••

    так и быть! — ας είναι!, έστω!

    мо́жет быть — ίσως, πιθανό

    бу́дьте (так) добры́... — έχετε την καλοσύνη…

    бу́дьте здоро́вы! — γεια σας!

    Русско-греческий словарь > быть

  • 7 источать

    источать
    несов χύνω/ перен ἀναδίδω/ ἀναθυμιάζω (благоухание):
    \источать слезы χύνω δάκρυα· \источать ласку ἀναδίδω καλοσύνη.

    Русско-новогреческий словарь > источать

  • 8 невероятный

    невероя́тн||ый
    прил
    1. ἀπίστευτος, ἀπίθανος:
    \невероятныйые слухи οἱ ἀπίθανες φήμες· творятся \невероятныйые вещи γίνονται ἀπίστευτα πράματα·
    2. (чрезмерный) ὑπερβολικός, ἐξαιρετικός:
    \невероятныйая доброта́ ἡ ἐξαιρετική καλοσύνη.

    Русско-новогреческий словарь > невероятный

  • 9 отказать

    отказать
    сов, отказывать несов
    1. (кому-л. в чем-л.) ἀρνιέμαι, ἀπορρίπτω:
    \отказать в просьбе ἀπορρίπτω παράκληση· \отказать в визе ἀρνοῦμαι νά θεωρήσω (διαβατήριο)· \отказать кому́-л. в иске юр. ἀπορρίπτω ἀγωγήν ни в чем себе не отказывать δέν στερώ τόν ἐαυτό μου ἀπό τίποτε· отказывать себе в чем-л. στεροῦμαν отказывать себе во всем τά στεροῦμαι ὅλα·
    2. (о механизме и т. п.) σταματώ·
    3. (завещать) уст. ἀφήνω κληρονομιά, κληροδοτώ· ◊ не откажите в любезности ἔχετε τήν καλοσύνη· ему́ нельзя отказать в таланте δέν μπορεί κανείς νά ἀμφισβητήσει τό ταλέντο του· \отказать от дома кому́-л. уст. παύω νά δέχομαι κάποιον στό σπίτι μου, κλείνω τήν πόρτα σέ κάποιον \отказать от должности уст. ἀπολύω ἀπ· τήν θέση (ἀπ' τήν ὑπηρεσία).

    Русско-новогреческий словарь > отказать

  • 10 милость

    [μίλαστ"] ουσ. θ. καλοσύνη

    Русско-греческий новый словарь > милость

  • 11 одолжение

    [ανταλζένιιε] ουσ. ο. καλοσύνη

    Русско-греческий новый словарь > одолжение

  • 12 милость

    [μίλαστ"] ουσ θ καλοσύνη

    Русско-эллинский словарь > милость

  • 13 одолжение

    [ανταλζένιιε] ουσ ο καλοσύνη

    Русско-эллинский словарь > одолжение

  • 14 внешний

    -яя, -ее, επ.
    1. εξωτερικός•

    -ие признаки εξωτερικά σημάδια•

    внешний вид εξωτερική μορφή•

    -ее сходство εξωτερική ομοιότητα.

    2. επιφανειακός, επιπόλαιος, φαινομενικός•

    его доброта носит внешний характер η καλοσύνη του εί\«ι φαινομενική.

    3. ο έξω από τα σύνορα, εξωτερικός•

    -яя политика η εξωτερική πολιτική•

    -враг ο εξωτερικός εχθρός•

    -яя торговля το εξωτερικό εμπόριο•

    -ее вмешательство εξωτερική επέμβαση.

    εκφρ.
    внешний угол – εξωτερική γωνία του τριγώνου, πολυγώνου.

    Большой русско-греческий словарь > внешний

  • 15 добродушие

    ουδ.
    αγαθότητα, αγαθοσύνη, καλοσύνη, καλοψυχιά, καλοκαγαθία.

    Большой русско-греческий словарь > добродушие

  • 16 доброта

    θ.
    αγαθότητα, αγαθοσύνη, καλοσύνη.
    θ. παλ. καλή ποιότητα.

    Большой русско-греческий словарь > доброта

  • 17 добрый

    επ., βρ: добр, добра, добро, добры κ. добры.
    1. καλός, αγαθός, καλόκαρδος, χρηστός•

    -ые люди καλοί άνθρωποι•

    -ая душа καλή ψυχή•

    -ое сердце καλή καρδιά•

    вы слышном -ы είστε παραπάνω από καλός•

    -ые дела, καλά έργα•

    -ые отношения καλές σχέσεις.

    2. ευχάριστος, αίσιος• ευνοϊκός•

    -ые известия ευχάριστα νέα.

    || (για ευχές) καλός•

    -ое утро, добрый день καλημέρα•

    -ой ночь καληνύχτα•

    добрый вечер καλησπέρα• (в) добрый час ώρα καλή• (в) путь καλό ταξείδι•

    -го здоровья υγείαίνετε.

    3. παλ. πολύ καλός, άριστος. || καλής ποιότητας.
    4. άμεμπτος, ακηλίδωτος•

    -ая память καλή ανάμνηση•

    -ое имя καλό όνομα•

    -ая слава καλή φήμη.

    5. ολόκληρος, πλήρης•

    я просидел -ых два часа κάθησα δυό ολόκληρες ώρες.

    || πραγματικός.
    εκφρ.
    добрый малый – ανθρωπάκος, -άκι•
    всего -го – (ευχή) α) στο καλό. β) χαίρετε (αποχαιρετισμός)•
    чего -го – μπορεί, δυνατόν, πιθανόν•
    чего -го нас в дороге гроза застигнет – μπορεί να μας πιάσει θύελλα στο δρόμο•
    будьте -ы – έχετε τήν καλοσύνη νά..., ευαρεστηθείτε•
    по -ой воле – θεληματικά,εκουσίως• από καλή θέληση•
    люди -ой волы – άνθρωποι καλής θέλησης.

    Большой русско-греческий словарь > добрый

  • 18 любезный

    επ., βρ: -зен, -зна, -зно
    1. φιλόφρονος, -νητικός, πρόσχαρος• κοπλιμεντόζικος•

    -ое обращение φιλόφρονη συμπεριφορά•

    любезный поклон φιλόφρονη υπόκλιση•

    любезный жест φιλόφρονη χειρονομία.

    2. αγαπητός• αγαπημένος•

    любезный читатель! αγαπητέ αναγνώστη!•

    любезный сын мой αγαπημένο μου παιδί•

    слушай, любезный άκουσε, αγαπητέ•

    -ые слова φιλοφρονητικά λόγια.

    3. παλ. ερωμένος, -η, αγαπημένος, -η.
    εκφρ.
    будь -зен; будьте -зны – ευαρεστήσου ευαρεστηθήτε, έχε(τε) την καλοσύνη, την ευχαρίστηση.

    Большой русско-греческий словарь > любезный

  • 19 милость

    θ.
    1. καλοσύνη, αγαθότητα, φιλανθρωπία. || συμπόνια, οίκτος, λύπη• έλεος, ευσπλαχνία•

    по -и Божией παλ. ελέω θεού•

    по -и ή из -и από οίκτο (λύπη).

    || χάρη•

    просить -и ζητώ (να μου δοθεί) χάρη.

    2. αγαθοεργία, ευεργεσία. || ελεημοσύνη.
    3. εύνοια, εμπιστοσύνη•

    быть у кого в -и έχω την εμπιστοσύνη•

    выйти из -и χάνω την εμπιστοσύνη.

    εκφρ.
    по -и – α) χάρη σε κάποιον, β) από φταίξιμο κάποιου•
    ваша милость – η χάρη σας•
    - ью Божиейπαλ. θείο δώρο, θεϊκό χάρισμα (για ταλέντο)•
    милость просим (прошу) – σας παρακαλώ•
    сделайте милость – α) κάντε μου τη χάρη. β) παρακαλώ•
    скажите на милость – πέστε μου παρακαλώ•
    сдаваться на милость победителя – παραδίνομαι στο έλεος του νικητή.

    Большой русско-греческий словарь > милость

  • 20 мягкосердечие

    ουδ.
    αγαθότητα, καλοσύνη, συγκαταβατικότητα, μεγαλοψυχία.

    Большой русско-греческий словарь > мягкосердечие

См. также в других словарях:

  • καλοσύνη — και καλωσύνη η (Μ καλοσύνη και καλωσύνη) 1. αγαθότητα, πραότητα, χρηστότητα 2. καλή πράξη, ευεργεσία («μού έχει κάνει πολλές καλοσύνες») 3. καλό, κέρδος, ωφέλεια, όφελος 4. καλός καιρός, γαλήνη, ευδία («σήμερα έχουμε καλοσύνη») νεοελλ. 1. αγάπη,… …   Dictionary of Greek

  • καλοσύνη — η 1. η ιδιότητα του καλού, αγαθότητα: Με την καλοσύνη του έγινε αγαπητός σ όλους. 2. αγαθοεργία, φιλανθρωπία: Κάνει καλοσύνες για να πάει στον παράδεισο. 3. αρετή, προνόμιο, χάρισμα: Αυτή η πολυκατοικία έχει περισσότερες καλοσύνες από την άλλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • αγαθότητα — η (Α ἀγαθότης) [ἀγαθός] καλοσύνη νεοελλ. υπερβολική καλοσύνη που φτάνει μέχρι βλακείας, αφέλεια αρχ. «ἡ σὴ ἀγαθότης», ως προσφών. σεβασμού …   Dictionary of Greek

  • καλοσυνάτος — η, ο (Μ καλοσυνάτος) [καλοσύνη] 1. καλός, γαλήνιος, ήπιος, μαλακός (α. «καλοσυνάτο παιδί» β. «καλοσυνάτος καιρός») 2. (για πληγή) αυτός που είναι σε στάδιο επουλώσεως, βελτιώσεως. επίρρ... καλοσυνάτα με καλοσύνη με καλή καρδιά, καλοπροαίρετα… …   Dictionary of Greek

  • χρηστότητα — η / χρηστότης, ητος, ΝΜΑ [χρηστός] η ιδιότητα τού χρηστού, ηθικότητα, εντιμότητα μσν. αρχ. αγαθότητα ψυχής, καλοσύνη («ἵνα τὴν ὅλην αὐτοῡ χρηστότητα καὶ φιλανθρωπίαν εἰς ἡμᾱς ἐπιδείξηται τοὺς ἁμαρτωλούς», Μιχ. Ατταλ.) αρχ. 1. μωρία, ανοησία 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • If All Eνer Ended Here — Infobox Album | Name = If All Ever Ended Here Type = Album Artist = Kore. Ydro. Released = 11 March 2003 Recorded = April 2002 – October 2002 Genre = pop Length = 66:02 Label = Wipeout Records Producer = Kore. Ydro. Last album = To Kerasaki pou… …   Wikipedia

  • -σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… …   Dictionary of Greek

  • Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… …   Dictionary of Greek

  • Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …   Dictionary of Greek

  • ήμερος — η, ο (AM ἥμερος, ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. ἅμερος, ον) 1. (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «ήμερα σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», Ηρόδ.) 3 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»